καρπός

καρπός
-οῦ
+ N 2 26-3-37-41-18=125 Gn 1,11.12.29; 3,2.3
fruit Lv 25,3; offspring, fruit (of the womb) Gn 30,2; fruit, profit (of actions) Ps 103(104),13
οἱ καρποί fruits of the earth, corn Gn 4,3; products, deeds Prv 10,16; καρποὶ στόματος words Prv 12,14; καρποὶ χειλέων id. Prv 18,20; οἱ καρποὶ τῆς συνέσεως the fruits of understanding, knowledge Sir 37,22; καρποὶ χειρῶν manual labour Prv 31,16; καρπὸς ξυλινός tree fruits 1 Mc 10,30; ἐποίησαν καρπόν they bore fruit, they became fruitful Jer 12,2
*Hos 10,12 εἰς καρπὸν ζωῆς for the fruit of life-חלד לפרי for MT לפי־חסד according to steadfast love, cpr. Jb 11,17; *Hos 14,3 καρπὸν χειλέων ἡμῶν the fruit of our lips-פתינושׂ פרי for MT פתינושׂ פרים (let us offer) bulls our lips, i. e. our prayers, cpr. Jer 27(50),27; *Jb 22,21 ὁ καρπός σου (ἔσται ἐν ἀγαθοῖς) your fruit or your yield (will be good), (it will
go well with) your fruit -ְתָכ אָוְּתב for MT ְתָך אָוְֹתב will come to you
Cf. DOGNIEZ 1992 164(Dt 7,13); PARADISE 1986, 195-196; WALTERS 1973 311(Gn 30,2); →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρπός — 1 fruit masc nom sg καρπός 2 wrist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — ο 1.το προϊόν της τελικής εξέλιξης του άνθους, φρούτο: Έχουμε αγοράσει ξηρούς καρπούς. 2. καρπός των σιτηρών: Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει (δημ. τραγ.). 3. προϊόν, γέννημα: Καρπός παράνομου έρωτα. 4. καλό ή κακό αποτέλεσμα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παπαδόπουλος, Κάρπος — Φιλικός. Καταγόταν από τον Αίνο της Θράκης. Το 1818 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και πλούτισε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, γύρισε στην Ελλάδα και πολέμησε με το σώμα του Οδυσσέα… …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • καρποί — καρπός 1 fruit masc nom/voc pl καρπός 2 wrist masc nom/voc pl καρπόω bear fruit pres subj mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres ind mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπούς — καρπός 1 fruit masc acc pl καρπός 2 wrist masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπέ — καρπός 1 fruit masc voc sg καρπός 2 wrist masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπῷ — καρπός 1 fruit masc dat sg καρπός 2 wrist masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπόν — καρπός 1 fruit masc acc sg καρπός 2 wrist masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπώς — καρπός 1 fruit masc acc pl (doric) καρπός 2 wrist masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”